ἔντριχον

ἔντριχον
ἔντριχος
hairy
masc/fem acc sg
ἔντριχος
hairy
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έντριχος — ἔντριχος, ον (AM) ο γεμάτος τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός μσν. αυτός που έχει πάνω τις τρίχες του («ἔντριχον δέρμα», Τζέτζ.) αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἔντριχον, ἀσθενές» 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔντριχον περούκα, φενάκη, προσθετή κόμη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”